ἐμπυήσεις

ἐμπυήσεις
ἐμπύησις
suppuration
fem nom/voc pl (attic epic)
ἐμπύησις
suppuration
fem nom/acc pl (attic)
ἐμπυέω
suppurate
aor subj act 2nd sg (epic)
ἐμπυέω
suppurate
fut ind act 2nd sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • πύο — (Ιατρ.), Υγρό ποικίλης πυκνότητας, γενικά λευκό, κιτρινωπό ή πρασινωπό, πολύ φτωχό σε ινική, που με την παρουσία του χαρακτηρίζει την πυώδη εξιδρωματική φλεγμονή. Το π. σχηματίζεται όταν το εξίδρωμα του πλάσματος ενώνεται με το πλήθος των… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”